- επικρήδιος
- ἐπικρήδιος, ὁ (Α)κρητικός χορός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κρήδιος, τού οποίου η ετυμολογία παρουσιάζει προβλήματα. Απαντά μόνον εν συνθέσει με την πρόθ. επί. Αν αναχθεί στη λ. Κρήτη δεν ερμηνεύεται η παρουσία τού δ αντί τού τ].
Dictionary of Greek. 2013.