επικρήδιος

επικρήδιος
ἐπικρήδιος, ὁ (Α)
κρητικός χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κρήδιος, τού οποίου η ετυμολογία παρουσιάζει προβλήματα. Απαντά μόνον εν συνθέσει με την πρόθ. επί. Αν αναχθεί στη λ. Κρήτη δεν ερμηνεύεται η παρουσία τού δ αντί τού τ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπικρήδιος — Cretan dance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορσίτης — ὀρσίτης, ὁ (Α) είδος χορού στην Κρήτη, αλλ. ἐπικρήδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ τού ὄρνυμι (κατ επίδραση τών σύνθ. σε ορσι , βλ. λ. όρνυμι) + επίθημα ίτης (πρβλ. εγκρατ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”